Λυκιάρχης — Λυκιάρχης, ὁ, θηλ. Λυκιάρχισσα (Α) αυτός που είχε το ανώτατο πολιτικό αξίωμα στη Λυκία, ο ανώτατος άρχων τού κοινού τών Λυκίων. [ΕΤΥΜΟΛ. < Λυκία + άρχης (< άρχω)] … Dictionary of Greek
Λυκιάρχης — president of the masc nom sg Λυκιαρχέω president of the imperf ind act 2nd sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
LYCIARCHAE — Graece Λυκιάρχαι, apud Strab. l. 14. p. 665. Ε᾿ν δὲ τῷ συνεδρίῳ, πρω̈τον μὲν Λυκιάρχης αἱρεῖται, εἶτὰ ἄλλαι αρχαὶ αἱ τȏυ συςτήματος δικαςτήριά τε ἀποδεικνυται κοινῆ. In concilio primum creatur Lyciarcha i. e. Lyciae Princeps tum reliqui eius… … Hofmann J. Lexicon universale
Ликия — в древности страна в Малой Азии; жители ее, которых греки называли ликийцами, во многих случаях являются до того смешавшимися с карийцами и лелегами, что трудно отделить их друг от друга. Страна эта полуостров между Карнатским и Памфилийским… … Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона
PRINCIPES Provinciae — Graece πρωτεύοντες κατὰ τὴν ἐπαρχίαν, apud Strabonem, dicebantur, qui in Ludis publicis praesidebant, cuiusmodi erant Α᾿σιάρχαι in Actis, c. 19. v. 31. quos non male Actorum Interpres, Asiae Principes reddit, Item Lyciarchae, Syriarchae,… … Hofmann J. Lexicon universale
λυκιαρχία — λυκιαρχία, ἡ (Α) [Λυκιάρχης] το αξίωμα τού Λυκιάρχου … Dictionary of Greek
λυκιαρχώ — λυκιαρχῶ, έω (Α) [Λυκιάρχης] κατέχω το αξίωμα τού Λυκιάρχου, τη λυκιαρχία … Dictionary of Greek
Λυκία — Ιστορική γεωγραφική περιοχή της νοτιοδυτικής Μικράς Ασίας. Εκτεινόταν μεταξύ των σημερινών κόλπων Φετιχιέ και Αντάλια, ενώ συνόρευε με τη Φρυγία και την Καρία. Η περιοχή ήταν ορεινή, κυρίως στο βόρειο τμήμα της (όρη των Σολύμων –σημερινό Ακ… … Dictionary of Greek